“Wanderlust/ all passports”
Ο αστικός μη κερδοσκοπικός οργανισμός artefact athens παρουσιάζει την έκθεση σύγχρονης τέχνης με τίτλο
wanderlust (φιλαποδημία) / all passports σε επιμέλεια Κώστα Πράπογλου που θα πραγματοποιηθεί σε
πολυάριθμους χώρους του εμβληματικού μεγάρου Σλήμαν – Μελά στην οδό Πανεπιστημίου 46 στην Αθήνα.
Χτισμένο από τον αρχιτέκτονα Ερνέστο Τσίλλερ (1837-1923) το 1890 για την οικογένεια του ερασιτέχνη αρχαιολόγου
Ερρίκου Σλήμαν, το μέγαρο ξεκίνησε τη ζωή του ως συγκρότημα οικογενειακών κατοικιών. Αργότερα, κατά τη
διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, χρησιμοποιήθηκε για να στεγάσει το Αρσάκειο εκπαιδευτικό ίδρυμα, έγινε
ξενοδοχείο για σύντομο χρονικό διάστημα και στη συνέχεια μετατράπηκε σε γραφεία για δικηγόρους και
συμβολαιογράφους ενώ φιλόξενησε και καταστήματα που άφησαν το αποτύπωμά τους στην κοινωνική ζωή της
πόλης. Στη συνέχεια του 20ου αιώνα προστέθηκαν ο εμβληματικός κινηματογράφος Ιντεάλ και το ομώνυμο
εστιατόριο, που έγιναν ιστορικά στέκια της Αθήνας. Σήμερα, το κτίριο βρίσκεται ξανά σε μετάβαση καθώς θα
μετατραπεί σε ξενοδοχείο, ανακτώντας τη χαμένη του δόξα με αποκατεστημένα όλα τα αρχιτεκτονικά στοιχεία και
διακοσμητικά χαρακτηριστικά που χάθηκαν με την πάροδο του χρόνου.
Λαμβάνοντας υπόψη την εννοιολογική σημασία του ταξιδιού αλλά και πιο συγκεκριμένα του Ομηρικού ταξιδιού και
τι μπορεί να σημαίνει αυτό για τον καθένα μας και την καθεμία μας, η έκθεση θα επιχειρήσει να φέρει το κοινό κοντά
σε ιδέες εσωτερικής διερεύνησης, υπαρξιακής αναζήτησης και συναισθηματικής ανάτασης.
Η φυσική υπόσταση του κτιρίου σε αρχιτεκτονική σύλληψη και εκτέλεση του Τσίλλερ είναι αδιάσπαστα συνδεδεμένη
με την ιστορία της Αθήνας και αποτελεί σημείο αναφοράς τόσο για την παράδοση όσο και για την εθνική ταυτότητα
μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους σε πολλαπλά επίπεδα.
Η έννοια της αλληλεσυνδεσιμότητας/υπερσύνδεσης των ανθρώπων και των πραγματικοτήτων τόσο σε μεταφορικό
όσο και σε κυριολεκτικό επίπεδο θα αποτελέσει άλλον έναν άξονα της έκθεσης. Τι μας επιτρέπει να ταξιδεύουμε
πέρα από την ανάγκη να βιώσουμε νέες κουλτούρες; Είναι η γοητεία του άγνωστου; Και ειδικά σήμερα, είναι η
αίσθηση ασφάλειας και ευκολίας επικοινωνίας μεταξύ απομακρυσμένων τόπων; Μπορεί να είναι η τεχνολογία που
μας συνοδεύει σε κάθε βήμα; Ή μπορεί να είναι οι σχέσεις μεταξύ χωρών σε πολιτικό, διπλωματικό και πολιτισμικό
επίπεδο; Τι κοινό έχει ο σύγχρονος ταξιδιώτης με έναν κατακτητή της αρχαιότητας ή έναν εξερευνητή του 19ου αιώνα;
Και πώς ερμηνεύουμε σήμερα το πάθος του Σλήμαν για τις αρχαιότητες, τα έργα αρχαίας τέχνης και την ανάγκη για
αναγνώριση;
Οι συμμετέχοντες καλλιτέχνες συνομιλούν με έννοιες του χωροχρόνου και πραγματεύονται νοήματα που σχετίζονται
με το μέλλον μέσα από το πρίσμα του παρελθόντος και του παρόντος. Τέτοιες ιδέες μετατρέπονται σε υποκειμενικές
συνθήκες όπου μια οπτική γωνία παρεμβαίνει και επηρεάζει η μια την άλλη, επανεγράφοντας και ανατρέποντάς την,
οδηγώντας σε μια αναδιάρθρωση των νοητικών αξόνων και της αντίληψής μας για τον κόσμο στον οποίο ζούμε.
Οι μεγάλες αίθουσες, τα μικρότερα δωμάτια, οι διάδρομοι και τα διάφορα περάσματα συγκροτούν μια συνειδησιακή
ροή και μια συναισθηματική διαδρομή.
Η ενεργοποίηση αυτού του χώρου αντιπροσωπεύει συμβολικά μια πνοή ζωής, δημιουργικότητας και έμπνευσης.
Σηματοδοτεί μια ζωτική δύναμη και μια επιθυμία για αναγέννηση και εξέλιξη. Είναι σαν ένα νέο διαβατήριο για
αναρίθμητους προορισμούς.
Αυτή η έκθεση φιλοδοξεί να προσφέρει μια εμπειρία πλήρους εμβύθισης, ενθαρρύνοντας κάθε επισκέπτη να μπει σε
διαδικασία ενδοσκόπησης και να συνδεθεί με την καθολική αναζήτηση νέων νοημάτων, ταυτότητας και
αλληλεσυνδεσιμότητας. Ενώνοντας το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, καλούμαστε να αναλογιστούμε την ουσία
των ταξιδιών μας—όπως κι αν τα βιώνουμε—σε έναν διαρκώς εξελισσόμενο κόσμο.
Ο επιμελητής Κώστας Πράπογλου προσκαλεί 44 καλλιτέχνες και καλλιτέχνιδες σύγχρονης τέχνης από την Ελλάδα
και το εξωτερικό να παρουσιάσουν έργα που ανταποκρίνονται στον χώρο (site-specific) και στο εννοιολογικό πλαίσιο
(context-responsive), δημιουργώντας με το οπτικό, πολυμεσικό λεξιλόγιό τους εγκαταστάσεις χώρου, βίντεο, γλυπτά
και ζωγραφική.
“Manuport”, Antarti Anna, 2024
Η απαρχ΄η του έργου Manuport είναι βαθειά ριζωμένη σε αρχαιολογικές μεθοδολογίες, όπου η προηγμένη τεχνολογία χρησιμοποιείται για την ψηφιοποίηση τόπων ανασκαφών, χαρτογραφώντας με ακρίβεια τις τοποθεσίες των ευρημάτων και συγκεντρώνοντας τα στοιχεία τους σε μια κεντρική βάση δεδομένων και πληροφοριών. Προσεκτικά μεταφρασμένα στο οπτικό της λεξιλόγιο, όπου μια συλλογή από διάφορα υλικά συνθέτει ένα πολυεπίπεδο αφήγημα, η Αντάρτη αποκαλύπτει την προέλευση και την περίπλοκη ιστορία κάθε επιμέρους στοιχείου. ‘Ενα σύμπλεγμα κυρίως ακατέργαστων φυσικών υλικών- άμμος, πέτρες, ορυκτό αλάτι, σπόροι, δέρμα ζώων, φύλλα, φλοιός και ρίζες- που προέρχονται από διαφορετικές περιοχές του κόσμου, αντιπαρατίθενται με ανθρωπογενή εξαρτήματα, που αποτελούνται από αντικείμενα καλλιτεχνικής δημιουργίας μέχρι χρηστικά είδη και προιόντα τεχνολογικής εξέλιξης, όπως χάλκινα κομμάτια αποτελέσματα πειραμάτων, χαλκοκουρτίνες εργοστασ΄ίου και μέρη οβίδας. Αυτή η εκλεκτική και ποικιλόμορφη ταξινόμηση αντικατοπτρίζει την έννοια του Manuport΄¨ αντικείμενα που μεταφέρθηκαν σκόπιμα από ανθρώπινα χέρια από το αρχικό τους περιβάλλον, συχνά επιλεγμένα για την αισθητική τους αξία και την ιστορική τους σημασία. Το υλικό κάθε αντικειμένου φέρει τα ανεξίτηλα σημάδια του χρόνου και της χρήσης. Η εσωτερική τους σημασία και το συμβολικό τους βάρος γίνονται εμφανή με ενδελεχή εξέταση, συχνά μεταμορφωμένα από την τοποθέτησή τους στο τοπίο που οριοθετεί το ξύλινο τελάρο του. Ένας καμένος κορμός δέντρου, τοποθετημένος δίπλα σε ένα σκαλιστό αφρικανικό κεφάλι, υπερβαίνει την ταυτότητά του ως καμένο ξύλο, φέρνοντας στο νου αντ’ αυτού ένα τελετουργικό αντικείμενο ή ένα κρανίο ζώου, παράλληλα θυμίζοντας λατρευτικά αντικείμενα αφρικανικών φυλών. Αυτή η σύνδεση μας καλεί να επανεξετάσουμε τα πολιτιστικά και ιστορικά αφηγήματα που ενσωματώνονται με κάθε υλικό, ανακλώντας μια ενεργή αλληλεπίδραση μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, φύσης και ανθρωπότητας.
The inception of Manuport is deeply rooted in archaeological methodologies, where advanced technology is employed to digitise excavation sites, meticulously mapping the precise locations of discoveries while centralising their comprehensive data. Painstakingly transposed into the realm of her visual vocabulary, where an assemblage of diverse materials forms a complex narrative, Antarti uncovers the provenance and intricate tale of each constituent element. A constellation of primarily unprocessed natural materials- sand, stones, mineral salt, seeds, animal hide, leaves, bark and roots- sourced from disparate regions of the world are juxtaposed with anthropogenic objects, ranging from cultural artefacts to utilitarian items and products of technological evolution, such as experimental copper fragments, industrial copper curtains and shrapnel parts. This eclectic and diverse synthesis reflects the notion of Manuport, objects deliberately transported by human hands from their original environments, often selected for their aesthetic appeal and historical resonance. The material of each item bears the indelible marks of time and use. Their intrinsic significance and symbolic weight become apparent upon meticulous inspection, often transformed by their contextual placement on the landscape of the wooden surface. A charred tree trunk positioned beside a carved African head transcends its identity as burnt wood, evoking instead a ritualistic object or an animal skull, reminiscent of artefacts of African tribes. This connection challenges us to reevaluate cultural and historical narratives embedded in each material, reverberating an active interaction between past and present, nature and humanity.
Kostas Prapoglou