“The Butterfly Effect”
Η ιστορική κλωστοϋφαντουργία «Κλωσταί Πεταλούδας-Μουζάκης» ιδρύεται από τον Ελευθέριο Μουζάκη το 1944 και λειτουργεί αδιάκοπα μέχρι σήμερα. Η έκθεση λαμβάνει χώρο σε διάφορα κτίρια του εργοστασίου και προσδοκά να αναδείξει την ιστορία του που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη βιομηχανική ιστορία της Ελλάδας.
Το βιομηχανικό περιβάλλον με τον έντονο ρετρο-φουτουριστικό του χαρακτήρα εμπνέει τους συμμετέχοντες καλλιτέχνες και βάζει τους επισκέπτες σε μια συνθήκη όπου το πραγματικό και τo φαντασιακό συνδιαλέγονται και αλληλεπιδρούν.
Λαμβάνοντας υπόψη το γεωγραφικό στίγμα της ευρύτερης περιοχής των εγκαταστάσεων του εργοστασίου που ταυτίζεται με τον άξονα της αρχαίας πομπής των Ελευσίνιων Μυστηρίων επί της Ιεράς Οδού, η έκθεση φέρνει το φιλότεχνο κοινό κοντά σε νοήματα εσωτερικής διερεύνησης, υπαρξιακών αναζητήσεων και συναισθηματικής ανάτασης.
Η φυσική υπόσταση του νήματος ως πρώτη ύλη αλλά και ως παράγωγο/προϊόν σε αναρίθμητες μορφές, αποτελεί αναφορά μιας παράδοσης και μιας εθνικής ταυτότητας σε πολλαπλά επίπεδα. Σχηματίζει και νοηματοδοτεί γεωγραφικούς προσδιορισμούς σε φυσικό και μετα-φυσικό επίπεδο ενώ παράλληλα λειτουργεί και ως εφαλτήριο συναισθηματικών συνάψεων. Τα στοιχεία αυτά απασχολούν τους εικαστικούς και αποτελούν έναν από τους βασικούς παρονομαστές του ρεπερτορίου τους.
Ο εννοιολογικός άξονας εμπλέκει μια ποιητική και αλληγορική μεταφορά του φαινομένου της πεταλούδας (the butterfly effect) που δανείζει και το όνομά του στον τίτλο της έκθεσης. Συνομιλεί με το γεγονός ότι μια απειροελάχιστη μεταβολή στη ροή των γεγονότων οδηγεί, μετά από την πάροδο του χρόνου, σε μια εξέλιξη της ιστορίας δραματικά διαφορετική από εκείνη που θα λάμβανε χώρα, αν δεν είχε συμβεί η μεταβολή.
Ο θεατής ταξιδεύει σε έναν κόσμο όπου αρχιτεκτονική, μηχανές, κλωστές και πολυμεσικά έργα τέχνης συνυπάρχουν αρμονικά και αναπτύσσουν ενεργό διάλογο με το χωροχρόνο, υφαίνοντας ταυτόχρονα ένα δεσμό μεταξύ της Τέχνης και του Επιχειρείν. Έχοντας τη δυνατότητα να βρεθεί σε αυτούς τους χώρους, το κοινό θα αναλογιστεί, μεταξύ άλλων, την προοπτική της επαναβιομηχανοποίησης και της ισχυροποίησης της εγχώριας παραγωγής και του συλλογικού οφέλους που θα μπορούσε να προκύψει από αυτήν την εξέλιξη.
Το ανθρώπινο δυναμικό, οι οικογένειες που εργάστηκαν στον τόπο αυτό είναι επίσης μια παράμετρος σημαντική αλλά και συνάμα συμβολική που αναμφίβολα εδραιώνει μια περαιτέρω συνθήκη διερεύνησης και εξύμνησης του ρόλου της βιομηχανίας.
Ο επιμελητής Κώστας Πράπογλου προσκαλεί σαράντα έναν καλλιτέχνες σύγχρονης τέχνης να παρουσιάσουν έργα που ανταποκρίνονται στον χώρο (site-specific) και στο εννοιολογικό πλαίσιο (context-responsive), δημιουργώντας με το οπτικό, πολυμεσικό λεξιλόγιό τους εγκαταστάσεις χώρου, βίντεο, γλυπτά, ηχοτοπία και ζωγραφική.
Χώροι αποθήκευσης, αίθουσες με μηχανήματα, διάδρομοι και περάσματα συγκροτούν μια ροή συνειδησιακής και συναισθηματικής πορείας
“Heavy-duty”, Antarti Anna, 2023
Το έργο Heavy-duty εξετάζει ιδέες που σχετίζονται με την ανθεκτικότητα και τη βιωσιμότητα ενάντια στην παρακμή και την κατάρρευση. Στο δυστοπικό περιβάλλον του κεντρικού λεβητοστασίου, ένα γλυπτό σε σχήμα κάκτου κυριαρχεί στο χώρο. Η πρώτη μας συνάντηση με αυτό είναι καθώς κατεβαίνουμε το κλιμακοστάσιο προς το υπόγειο. Αυτή η φιγο΄ύρα-φάντασμα, παγιδευμένη σαν σε κλουβί, τραβάει την προσοχή μας, αποκαλύπτοντας πλήρως το μεγαλείο της όταν ο θεατής μπαίνει στο δωμάτιο λίγα λεπτά αργότερα. Ένας γιγάντιος κάκτος φυτρώνει από τα σκοτεινά λασπώδη νερά του δαπ΄έδου του μηχανοστασ΄ίου, μεγαλώνει διαπερνώντας το σιδερένιο δάπεδο και συνεχίζει προς την οροφή. Ο ρυθμός της ανάπτυξής του ενορχηστρώνεται από τον αδιάλειπτο ήχο του ατμού που παράγει μια ατονικότητα, ενώ τα έντονα χρώματα υποδηλώνουν υγεία, αντοχή και ρωμαλεότητα. Η παρουσία του θυμίζει αρχετυπικές μορφές που μετατρέπουν τον χώρο αυτό σε τόπο ανασκαφής, όπου κάτι από το μακρινό παρελθόν αποκαλύπτεται απροσδόκητα για να μας θυμίσει τις ρίζες μας και την ικανότητά μας να ανακαλύψουμε ξανά τη γνώση που είχε χαθεί.
Heavy-duty looks at ideas associated with resilience and sustainability against decay and collapse. Set in the dystopian environment of the central steam engine room, a sculpture in the shape of a cactus dominates the space. Our first encounter with it is as we walk down the stairs towards the basement; a ghosthly caged figure gets our attention, fully revealing itself in its full glory when the viewer enters the room a few minutes later. A giant cactus sprouts from the dark muddy waters of the engine room floor, grows through the iron mid-floor and rises to the ceiling. The pace of its growth is orchesrated by the incessant sound of steam producing an atonal rhythm, while vivid colours imply health and toughness. Its presence recalls archetypal forms converting the room into an excavation site, where something from the long past is peculiarly discovered to remind us of our roots and our ability to rediscover the knowledge that has been lost.
Kostas Prapoglou